Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010

Γυναίκες από πάνω (η διάτα της κυράς)

Επόμενη στάση στο τάγμα ανεπιθυμήτων της Σ.Ν., αρχικελεύστριας του πολεμικού ναυτικού της Νοτίου Αφρικής στο peak του apartheid.

Η Σ.Ν ηγείτο της εταιρίας σα δεσμοφύλακας πτέρυγας θανατοποινητών. Φιγούρα του Jacovitti, γριά, ατημέλητη, βάναυσα άσχημη με όσες ρυτίδες αυλάκια θα μπορούσε να αντέξει ένα γυναικείο πρόσωπο μετά τα 60, χωρίς να δίνει έστω μια ανάσα, έστω μια πήχη στη ματαιοδοξία του make up.
Ήταν έξυπνη και προσηλωμένη, χωρίς πολύ ταλέντο και με λίγη ζωή μέσα της αλλά με κάμποσο νέφτι για να πεθάνει μαχόμενη, για να πάει το τρένο ως το τέλος της γραμμής, για να δώσει μυτερή κλωτσιά στα πισινά του κάθε απειλητικού.

Η Σ.Ν. ήταν planner. Σαν τέτοια σεβόταν τα μυαλά αλλά δεν ήξερε να τα γκαζώσει, να τους δώσει χώρο. Ο φόβος του χρόνου την έκανε δεσποτική λάμια που ρούφαγε τον αέρα από κάθε δωμάτιο και τον αντικαθιστούσε από κάρβουνο, πτωμαίνη, ομίχλη. Έβλεπε το ταλέντο στους άλλους αλλά το πρώτο της ένστικτο ήταν να το πνίξει. Έσκαγε ένα μισό χαμόγελο όταν αντίκρυζε κάποιον χαρισματικό και την επόμενη στιγμή έχτιζε φράγματα γύρω του και του φόραγε γκέμια.

Πάλευε να κουκουλώσει τα γεροντάματά της με ψευτοκούλ κάλπικες παπαριές. Κάπνιζε βιολογικά τσιγάρα Pepe, χρησιμοποιούσε όλες τις Macλακίες, από iPhone μέχρι iPad, iMac, iShit, iCock, μέχρι και το στρινγκ του πούσταρου Τζόμπς αν έβγαινε στην αγορά θα το φόραγε στο γεροντόκωλό της, περπατούσε καμπουριαστή σαν τον Michael Madsen γιατί της είχε μπει η ιδέα ότι το φθαρμένο της κορμί κρυβόταν από την καμπούρα.
Φόραγε μιλιτέρ παντελόνια, σακουλέ φανέλες και ταγαρέ παπούτσια και έτρωγε το μουνί. Ή ήθελε να το τρώει. Δε με προβληματίζει αυτό. Γουστάρω τα θηλυκά που τρώνε μουνί, αλλά δε θέλω να το αγγίζουν οι τερατόμορφες κατουρολεκάνες σαν την Σ.Ν.

Αβαντάριζε τους μέτριους, τους είχε γύρω της, αυλή ουτιδανών. Κάτι γερμανάκια που χόρευαν πόλκα σε μικρά βήματα αλλά μπέρδευαν μπούτια όταν η ορχήστρα έπιανε τη free jazz. Τα μέτρια αγοροκοριτσάκια χωρίς φωνή τα γούσταρε σαν ταπετσαρία. Δύσχορδες φωνές δεν είχαν θέση στο τοπίο.

Απέναντι σε αυτόν που δεν κολάκευε, που δε συμφωνούσε, που έβγαινε από τα σύνορα της δουλειάς, h Σ.Ν. γινόταν ένα μάτσο νεύρα. Η τσίγκινη μούρη τσαλακωνόταν και από κυρά-πυργοδέσποινα γινόταν μαμή-πιατοπλύστρα με αλήτικη πρίμα τσιρίδα. Τότε γινόταν βίαιη και κακότροπη λαρυγγίζοντας με τη διαθλασμένη νοτιοαφρικάνικη προφορά της σα δίσκος 33' που ρετάρει στα χέρια ενός μπόμπιρα που προσπαθεί να τον παίξει ανάποδα. Μέσα σε μανιακές καρτουνίστικες χειρονομίες γκάριζε για ταξί που αργούν, για δουλειά που δεν προχωράει, για καφέ που κρύωσε, για συνεργάτες που δε βοηθούν, για τη μακέτα που έχει λάθη, για το τηλεφώνημα που δεν βγάζει γραμμή και φταίει γι'αυτό ένας φτωχός executive.
Σε όσους την κόντραραν η Σ.Ν. γινόταν τουφέκι. Μετά την αρχική έκρηξη προσπαθούσε να βάλει στη θέση του τον απέναντι δείχνοντας βαθμό, μοστράροντας τα λοχιόσημα. Τελείωνε κάθε συνάντηση που δεν της πήγαινε στα γούστα με ένα "το αφεντικό είμαι ΕΓΩ."

Απέναντι στον πελάτη γινόταν γιουσουφάκι, παλεύοντας να δείξει στοχαστική και βαθιά όταν έδειχνε υποτακτική και ευάλωτη. Σκιά στο μονοπάτι του πελάτη και μονοφτέρουγο πουλί που κι αν ήθελε να πετάξει ποτέ τέλειωσε τα όνειρά του με το πρώτο βούτηγμα στη λάσπη. Απέναντι στο πουγγί του πελάτη ήταν θλιβερή. Έμπαινε πειθήνια στο ρόλο της και τότε γινόταν βάρβαρη απέναντι στους υποτακτικούς της, από φόβο μην ξεχάσουν πόσο κοφτερά είναι τα δόντια της.

Από την πρώτη μου μέρα στο σαράι της, η Σ.Ν είχε πρόβλημα να με ζυγίσει. Δοκίμασε συμπεριφορές μαζί μου και απέτυχε με όλες. Δε με κουλάντρισε, δε με πλησίασε, δεν πήρε κάτι από μένα, δε μου έδωσε. Δεν με είδε σαν αμαρτωλό, σαν κολασμένο, σαν οδοιπόρο, σαν προσκυνητή, σαν κάποιο που μπορεί να μοιραστεί μια πορεία. Δε με είδε σαν ανίκανο, σα δειλό, σα σερίφη, σαν ψευτόμαγκα, σαν ρόλο, σαν τι.
Δε με είδε. Καν.

Όσο μου ρούφαγε τον αέρα τόσο την κομμάτιαζα με τα μάτια μου. Τόσο οι τόνοι μου έβγαιναν ειρωνικοί, τόσο της ξεκαθάριζα ότι δεν την υποφέρω. Γρήγορα η εταιρία στέρεψε από αέρα, για όλους. Κι έφυγα.
Με βαθιές ανάσες στην έξοδο και γοργό βήμα για την επόμενη στάση.