Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

Από το συρτάρι του δημιουργού (2)



Δυο καταχωρίσεις που δε θα έβγαιναν ποτέ στη χώρα των Ants.
"Δε θα τις καταλάβει η κυρά-Μάρθα η καθαρίστρια", θα έλεγε ο marketeer Φούλης. "Δε λένε τίποτα για το προιόν" θα έλεγε η marketeer Φούλα. Στη χώρα των Ants, οι ηλίθιοι θεωρούν δεδομένο πως κανείς δεν τους ξεπερνάει σε εξυπνάδα.
Στη χώρα των Ants το ταλέντο πεθαίνει στην κούνια του.

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009

Γυναίκες από πάνω (μέρος Β')

Δεν τελειώνει αυτή η ιστορία. Έτσι δε μπορώ να ελπίζω σε happy end. Με κυνηγούν και δε μπορώ να τις αποφύγω.

To τελευταίο, χρονικά, κεφάλαιο γράφτηκε στο μικρομάγαζο της Sycophant. Τέσσερις μήνες έμεινα στο διαφημιστικό limbo της Α.Κ., της γυναίκας-νεύρωση. Ήταν δύο άνθρωποι σε ένα κορμί και αυτό της έδινε αύρα αξιοπερίεργου – θα ήταν πειστική σα θιασάρχισσα στο Freaks του Browning ή σαν choriste σε αλλόκοτο a cappella group για off-beat θέατρα σε ξοφλημένες λουτροπόλεις.

Από τη μέση και κάτω, ένας παρατημένος λαπάς. Ένα κάποτε-γυναικείο blob. Ανοιχτή λεκάνη, ξέχειλος κώλος και μπούτια αγρότισσας με στρέμματα κυτταρίτιδας που κατέληγαν σε μικρά –σαν ξένα- ποδαράκια.

Από τη μέση και πάνω, ένα ντελικάτο κορμάκι με γιομάτα βυζιά που έγλυφαν τον αφαλό της κι ένας λεπτός λαιμός που έβρισκε κρεσέντο σε ένα κεφάλι-σπιρτόκουτο, σαν ζαρωμένο παιχνίδι Αϊτινού voodoo priest, με θολά μάτια ταπωμένα στις κόγχες τους και ένα πρόσωπο ναό της ρυτίδας που στεφανωνόταν από γερογκριζαρισμένο κοντοκουρεμένο crew-cut μαλλί λεσβίας.

Η Α.Κ. είχε φαντασίες ότι ήταν ένας ασυμβίβαστος γκουρού της διαφήμισης και δεν ήταν παρά μια ατάλαντη πλύστρα. Είχε απόψεις για θέματα στρατηγικής –και τις φώναζε loud & clear- πεπεισμένη ότι όλος ο ντουνιάς οφείλει να σταματήσει να ανασαίνει και να της αφιερώσει προσοχή και δέος. En réalité, είχε να πει πάντα κάτι τετριμμένο, κάτι obvious, κάτι που θα ενέπνεε γενναιόδωρα χασμουρητά. Ήθελε να έχει πάντα την τελευταία λέξη στη δημιουργική δουλειά, όσο κι αν δεν την καταλάβαινε, μια που δεν είχε ούτε ένα δημιουργικό κοκαλάκι στο κορμί της ενώ και η φαντασία της ήταν πιο περιορισμένη από συνταξιούχου εισπράκτορα του ΗΣΑΠ.

Σε μια εταιρία που θύμιζε δημόσια υπηρεσία στο μέσο απεργίας της ΓΣΕΕ, η Α.Κ. ήταν ο μόνος άνθρωπος που έτρεχε ανοικονόμητα, για λόγους απόκρυφους. Στο γυάλινο γραφείο της έκανε σπαστικές κινήσεις μιλώντας μόνη της, ενώ κάθε τόσο άνοιγε την πόρτα και εκτοξευόταν αναπάντεχα βηματίζοντας γοργά και νευρικά με τα χέρια στο πλάι σαν αθλητής του βάδην, ένα γκροτέσκο κουρδιστό παιχνιδάκι, από τα φτηνά, τα πανηγυρτζήδικα, που νιώθεις πως θα ρετάρουν πριν βγει η βδομάδα. Στο νεκροτομείο της Sycophant, η Α.Κ. ήταν η νευρωσική μασκότ μας, το ολοδικό μας Energizer Bunny.

Στην ημιθανή εταιριούλα, η Α.Κ. είχε μαζέψει κάποια από τα πιο ταλαντούχα παιδιά της πόλης των Ants τους οποίους κρατούσε με χαμηλούς μισθούς και μηδαμινές δημιουργικές απολαβές, μια που οι πελάτες της Sycophant ήταν τόσο ασήμαντοι, τόσο obscure, που δε θα τους πρόσεχες αν σου τους έτριβαν με σμυριδόχαρτο στη μούρη, ενώ και η Α.Κ. δεν είχε τρόπο να εμπνεύσει τους ανθρώπους της κάτι άλλο από άγχος και αποστροφή.

Σε τούτο το συρφετό βρέθηκα κι εγώ, μολονότι από την πρώτη ώρα η Α.Κ. μου γύρισε τ’άντερα με τη χωρίς λόγο υπεραγχωτική συμπεριφορά της και τις ψεύτικες, ξύλινες παρόλες που μου αράδιαζε, νομίζοντας ότι μου πρόσφερε όραμα. Σε 4 μήνες οι σχέση μου με την Α.Κ. κλιμακώθηκε από παγωμένη απόσταση, στην αρχή, σε ζεματιστή δυσαρέσκεια, στη συνέχεια, και σε ακραία σιχασιά, στο τέλος. Τον τελευταίο μήνα, μου προκαλούσε απώθηση ανάλογη με κατσαρίδα που σου ξύνει την υγρή πλάτη μια νύχτα στο κατακαλόκαιρο. Έτσι, υποδεχόμουν με ξυνισμένη μούρη ακόμα και την καλημέρα της.

Έφυγα από την Sycophant αφού είπα στην Α.Κ. κάποια από αυτά που ένιωθα για δαύτην. Όχι όλα. Κάποια τα άφησα για όσους φύγουν μετά από μένα. Περιμένω, αδημονώντας είναι αλήθεια, το πορτρέτο της επόμενης αφεντικίνας. Γιατί το έργο τούτο έχει πολλές συνέχειες. Γαμημένα πολλές.