Τετάρτη 27 Μαΐου 2009

Γυναίκες από πάνω

Πριν καιρό άφησα την τελευταία μου δουλειά. Την τελευταία που μου πάτησε τον κάλο. Την τελευταία που με σκυθρώπιασε, που έκανε την καρδιά μου να χάσει χτύπους, που μ’έκανε να θέλω να πιω και να πω και να φύγω.
Τις πιο πολλές φορές αφήνω γυναίκες. Αφεντικίνες. Κάποιος ψυχαναλυτής θα έλεγε ότι παίρνω εκδίκηση για όλους τους φτωχομαλάκες που άφησαν σύξυλους και κλαμμένους οι γυναίκες. Άλλος κολίγος του Φρόυντ θα έλεγε ότι με φοβίζει το μουνί, γι’αυτό και φεύγω. Μπορεί να με έβγαζε και κρυφόπουστα. Δε με νοιάζει. Χεσμένη την έχω την ψυχανάλυση.
Η πρώτη γυναίκα που άφησα ήταν η Μ.Β. Μαυροτσούκαλη, με αδύνατους ώμους και κώλο-κολοκύθα, η Μ.Β. ήταν η επιτομή της δύσοσμης γεροντοκόρης. Δούλευε στο γραφείο ατέλειωτες ώρες (δεν την είχα δει ποτε να φεύγει από το γραφείο πριν τις μικρές πρωινές) και η αφοσίωσή της στην εταιρία δικαιολογούσε την απλυσιά της, εκφάνσεις της οποίας ήταν ο σοβάς στα γλιδερά μαλλιά της, η βοθρώδης ανάσα της, τα νύχια-φτιάρια και τα αυτιά που έβριθαν πρώτες ύλες για το μουσείο της Μαντάμ Τυσσώ. Η Μ.Β. δεν καθόταν ποτέ. Έτρεχε πάντα σαν αυτιστική στους διαδρόμους της εταιρίας (από τη βιασύνη της έβγαινε απο την τουαλέτα με λεκέδες στον καβάλο του παντελονιού της) υποχρεώνοντας τους βοηθούς της να κάνουν το ίδιο. Τα βράδια, είχε-δεν είχε δουλειά, καθόταν κι έκανε ότι έγραφε ως τη μαύρη νύχτα, έτοιμη να δείξει σε πιθανό ντου του ιδιοκτήτη της εταιρίας ότι είναι στα χαρακώματα, έτοιμη για σάλπισμα επίθεσης όταν οι άλλοι διακοπεύουν ή χαλαρώνουν σπίτι τους. Δεν πήγαινε ποτέ διακοπές και καύλωνε χαιρέκακα να ενοχλεί όσους πήγαιναν παίρνοντάς τους τηλέφωνο και προσπαθώντας να τους γυρίσει πίσω στο γραφείο από το Πήλειο, το Πλόβντιβ ή τον Άγιο Μαυρίκιο για «λόγο σοβαρό».
Τον πρώτο μήνα που πήγα στο γραφείο η Μ.Β με αγνοούσε. Δεν ήξερε τι να κάνει με μένα, άλλωστε όλα τα έκανε μόνη της μια χαρά. Μετά άρχισε να μου δίνει δουλειές κατά τις 10 το βράδυ. Δουλειές σημαντικές όπως η συγκόληση φωτογραφιών σε χαρτόνια ή το κλιπάρισμα ασήμαντων κωλόχαρτων. Δουλειές που έπρεπε να γίνουν πάντα σήμερα, 10 με 3 το πρωί. Γιατί για τη Μ.Β. δεν υπήρχε αύριο. Με δασκαλίστική διάθεση και λόγο φανφαρόνικο με συμβούλευε πως στη δουλειά μας «σημασία έχει το αποτέλεσμα, και όχι τα μέσα που χρησιμοποιείς για να το πετύχεις» ενώ κοκορευόταν ότι στο κωλοφίλημμα του πελάτη δεν την κόντραρε κανείς . Μια μέρα φτάσαμε στο χωρισμό.
«Πρέπει να ζητήσεις από τον Θ. να ετοιμάσει τις τελικές μακέτες» με πρόσταξε. «Είναι επείγουσες. Ο πελάτης πήρε πριν 5’ και τις θέλει ως τα μεσάνυχτα.»
«Ο Θ. είναι άρρωστος.» ψέλισα, με τα οξέα να μου τρώνε το στομάχι. «Ίσα που στέκεται. Να τον αφήσουμε να πάει σπίτι του νωρίς βρε Μ.;»
«Με έχεις δει να μένω σπίτι ποτέ, είμαι δεν είμαι άρρωστη;» βρόντηξε η Μ.Β. «Μόνο η δουλειά μετράει. Μόνο η δουλειά. Να του πεις να φτιάξει τις μακέτες. Τώρα.»
Εκεί άρχισα να σκέφτομαι την επόμενη δουλειά μου. Είπα στη Μ.Β. ότι μου έχει λείψει ο καθαρός αέρας και πέρασα στην αντιπέρα όχθη, όπου βρήκα την επόμενή μου αφεντικίνα, την Ι.Μ.
Η Ι.Μ. ήταν όμορφη, όχι όμως γυναίκα. Είχε μάτια μπλε, αλλά όχι το φωτεινό, παγωμένο, γαλήνιο μπλε. Τα μάτια της ήταν ένα μπλε φοβισμένο, οργισμένο, ένα γκριζο-μπλε της αντάρας, του πανικού, του κλάμματος που γίνεται κόμπος στο λαρύγγι, του Ατλαντικού που ασφυκτιά μεταξύ Ντόβερ και Νέας Σκωτίας και θέλει να πονέσει τα βράχια με την ορμή του. Φωνή μπάσα, συριστικό «σ», ομιλία αποκολλημένη γεμάτη ασυνάφειες. Αγοροκόριτσο, ντυμένη πάντα με φαρδιά track pants και trainers, μαλλιά ίσια πλούσια σα λεοντή, βάδισμα αβέβαιο. Απεγνωσμένη να αρέσει και έτοιμη να βγάλει νύχια με το πρώτο μήνυμα ότι δεν κολλάει, δεν κάνει, δεν ικανοποιεί.
Τα γραφεία μας ήταν στο ίδιο δωμάτιο. Σε λίγες μέρες δεν έμπαινε κανείς εκεί μέσα. Ήταν το δωμάτιο που όλοι απέφευγαν.
«Τι συμβαίνει;» με ρωτούσε. «Τι τους κάνεις και μας αποφεύγουν; Να δεις που θα με διώξουν εξαιτίας σου.» Όταν με έβλεπε να μιλώ με συναδέλφους σε άλλα γραφεία με κοιτούσε με το ικετευτικό βλέμμα του δεμένου κουταβιού που ζηλεύει τα αδέσποτα μα όταν μέναμε μόνοι αμέσως σκλήραινε και ύψωνε φωνή.
«Νομίζεις ότι είσαι καλύτερος από μένα.» γαύγιζε. «Αυτά που έχω κάνει εγώ ούτε να τα ονειρευτείς.» Κι έβαζε τα ακουστικά του CD player παίζοντας Morcheeba. Αντίθετα από τη Μ.Β., η Ι.Μ. δεν άντεχε να μένει για πολύ στο γραφείο. Την έπνιγε. Κατά τις 4 την έδερναν τα κύματα – άλλαζε από θυμό σε θλίψη ώσπου δεν άντεχε άλλο κι έφευγε. Από αυτήν έφυγα νωρίς.
Από τη Ι.Μ. πήγα στην Ι.Μ2. Τη λέω Ι.Μ2 γιατί είχε τα ίδια αρχικά με τη Ι.Μ. αν και θα έπρεπε να τη λέω Ι.Μ./2 γιατί ήταν η μισή της Ι.Μ. και πάντως σίγουρα μισή γυναίκα. Η Ι.Μ2 ήταν ένα άκωλο δουλοπρεπές νανάκι που έβριζε σα τραμβαγιέρης για να δείχνει «μια από ‘μας». Ερχόταν στο γραφείο μου με κάλπικο χαμόγελο αποκαλώντας με «καυλιάρη», «γαμιά», «ψωλαρά», πιάνοντάς με από τους ώμους μαγκιόρικα και ψευτοσυνομωτικά σα να είμασταν φαντάροι μαζί σε φυλάκιο στην Καρωτή και να τον είχαμε παίξει ο ένας στον άλλον στη μέση ενός βαρύ χειμώνα. Είχε μια σχέση απόλυτης υποτέλειας με την αφεντικίνα της, μια θεόρατη βλαχογυναίκα-πλατάνι με σημαδεμένη μάπα, φωνή-τρακτέρ, τόνους μαγκιά στο βρακί της και φαντασία μολιερικού βαρωνέττου. Μπροστά σ’εκείνη τη γυναίκα-βεληγκέκα έτρεμε δικαίως. Γινόταν ένας σαλτιμπάγκος και κουδούνιζε με μανία για να της κλέψει ένα χαμόγελο, μια τρυφερή λέξη, ένα βλέμμα επιδοκιμασίας. Αλλά και μπροστά μου η Ι.Μ2 έτρεμε και γι’αυτό μισούσε τον εαυτό της χειρότερα. «Με σένα έχω χάσει το λίμπιντό μου,» μου έλεγε. «Έχω να γαμηθώ από τότε που ήρθες στην εταιρία». Όταν έπινε παρακάλαγε για παρέα, μα δεν κέρδιζε ούτε συμπόνια. Στη δουλειά της ήταν φούσκα. Μια γυμνή κακομοίρα που δυσκολευόταν να κρυφτεί κι από τον πιο κρετίνο πελάτη. Με τέτοια παρέα γρήγορα κοίταξα παραδίπλα.
Επόμενη στάση μου η Κ.Λ. Μπορούσε να ήταν συγγένισσα της Μ.Β. – σίγουρα μοιράζονταν γονίδια. Πλαδαρή χοντροκώλα κι αυτή, μεγαλοκοπέλα, με μαυρισμένα δόντια και ανάσα-κλανιά, ατημέλητη, κουβαλώντας τη θηλυκότητα ενός κουμπαρά, η Κ.Λ. ήταν ατάλαντη, ανίκανη, ευθυνόφοβη, πονηρεμένη. Ήθελε να ταλαιπωρεί τους βοηθούς της με σαδιστικά σχόλια που ήταν πάντα εκτός θέματος, με ακατανόητες προσταγές και νευρωσικές παρατηρήσεις που πρόδιδαν ευφυία ερεθισμένου μογγολοειδούς. Αγαπημένη της ασχολία ήταν ο καταμερισμός ευθυνών. Στο ξεκίνημα κάθε δουλειάς φρόντιζε να βάζει στο παιχνίδι έναν τεράστιο αριθμό άσχετων ανθρώπων για να βγάζει από πάνω της όσο γινόταν μεγαλύτερα ποσά ευθύνης σε περίπτωση αποτυχίας (η αποτυχία ήταν συνήθης μια που η Κ.Λ. ήταν κρετινοανίκανη). Στην πρώτη οσμή της αποτυχίας έστηνε δικαστήρια τοποθετώντας το χοντρό της κώλο στη θέση του εισαγγελέα. Τότε, με ζαρωμένα μάτια τυφλοπόντικα πίσω από τα χοντρά γυαλιά της γριάς παρθένας που φόραγε κοιτούσε δεξιά-αριστερά διαλέγοντας τον επόμενο βαρυποινίτη.
Η Κ.Λ. με φοβόταν και μου γέμιζε το μονοπάτι δόκανα. Από τις πρώτες μέρες γυρνούσε στην εταιρία λέγοντας για μένα:

«Ο Π. είναι μυστήριο φρούτο. Δεν τον καταλαβαίνω.»

Η Κ.Λ. δε μου ζητούσε ποτέ να κάνω κάτι, παρόλο που ήταν από πάνω μου στην αμείλικτα απότομη σκάλα της ιεραρχίας. Έστελνε τον καμαριέρη της, το Ν.Μ., έναν θηλυπρεπή ευνούχο με ψιλή, σιγανή φωνούλα, μαλλί Τεν-Τεν, σαγόνι με κωλότρυπα σαν του Τραβόλτα, χείλια λεπτά σα σχισμή γραμματοκιβωτίου και κορμί με γυναικείες καμπύλες. «Η Κ.Λ. μου είπε να σου πω...» αρχινούσε ο λειψάρχιδος Ν.Μ. Με κάθε λέξη κατέβαζε το volume και απέστρεφε τα μάτια νευρικά. Σπάνια του απαντούσα αλλά λάτρευα να τον κοιτάω στα μάτια. Τα κυνηγούσα τα μάτια του και όπου τα πετύχαινα τα μάτωνα.
Μια μέρα αποφάσισα ότι τη βαρέθηκα τη Κ.Λ. Μπήκα στο γραφείο της και της είπα ότι φεύγω. Ανακουφίστηκε.
Από τη μέρα εκείνη κάθομαι. Λάθος , ζω. Αλλά είμαι ήδη four times loser. Πέμπτη αφεντικίνα δε χρειάζομαι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου