Παρασκευή 29 Μαΐου 2009

Μεγαλώνοντας στην πόλη των Ants (μέρος Α')

Δεν τη γνωρίζω αυτήν την πόλη.

Έχει αλλάξει το περπάτημά της. Ο αέρας της. Η κουβέντα της. Η συνέπειά της ξέφτυσε. Ή κρύφτηκε μαζί με τους ήρωές της.

Είμαι παιδί των 80ς. Η μόνη εποχή που έδωσε σημεία αναφοράς . Στα 80ς ή θα’σουνα φλώρος κυνηγώντας το μουνί σε καμιά Divina, καμιά Amnesia, καμιά Barbarella με τη Discomoda παραμάσχαλα ή θα ψαχνόσουν να χαρτογραφήσεις τα μέσα σου σε εναλλακτικά στέκια. Στο Ψυχώ και μετά στη Maze, με τον Βάιο να διονυσιάζει την παλόμενη πιτσιρικαρία με ένα «Στην κόλαση χαμούρες», βγάζοντας μια μουλιασμένη στα bourbon γλώσσα τρεις πήχες και γκαζώνοντας με Slickee Boys. Στη Rebound με σκίνια και ντεθάδες να ανταλλάσουν τυχαία βλέμματα μέσα σε αναθυμιάσεις καυσίμου χαμηλών οκτανίων (όποιος δεν έχει ζήσει hangover κερασμένο από τη Rebound, είναι παιδί της Αυτοκίνησης). Στη Melody στο Περιστέρι, τρύπα στον τοίχο – σημείο αναφοράς των δυτικών προαστίων . Στο Phonograph, στο Art Nouveau, στο Music Machine, το 7+7. Δίπλα σε τυπάκια που σκότωναν τις συλλογές αγαπημένων δίσκων στη Βρυσακίου στο Μοναστηράκι. Σε συναυλίες στο Ρόδον, στο Club 22, στο Αν. Κάποια στέκια ευτυχώς πέθαναν πριν τα κληρονομήσουν κάλπηδες. Ή πριν αλλάξουν ρούχα και ντυθούν 90ς ή new age/new millenium/post-grange/δεσεξέρωκαιούτεθέλωνασεμάθω πασαρέλλες.
Οι κώδικες των 80ς ήταν καθαροί. Τα σκίνια φορούσαν άσπρη στενή μπλούζα ή plaid πουκάμισο Ben Sherman και στενό τζην (καμιά φορά με ρεβέρ), μαύρες ή cherry red Doc Marten’s (ιδανικά τσιμπημένες από κάποιο φλούφλη ντεθά), ξυρισμένη κουρούπα και χακί ή μαύρο bomber jacket (αμερικάνικο με εσώραφα σφαιράκια στο μανίκι, όχι ελληνικό, αν φόραγες ελληνικό ήσουν φέκος), περπάτημα χεσμένου διάνου και ζόρικο υφάκι δυσκοίλιου χιμπαντζή. Οι πιο τολμηροί έραβαν και κανα Edelweiss ή κανα σήμα Totenkopf στο bomber («flying» το έλεγαν τότε).
Οι psycobillάδες είχαν καρφωτό κοκόρι με τα πλάγια του κεφαλιού ξυρισμένα, ένδυση σα να έπιασε στα χέρια του ένα πτώμα ροκαμπιλλά κι ένα σκινά ο Δρ. Φρανκενστάιν και να τα πάντρεψε σε μια κρίση συφιλιδικής αποκοτιάς, συμπεριφορά ξεσηκωμένη από Lux Interior ή Paul Fenech – δες Gene Vincent on acid. Ήταν λίγοι και κόλλαγαν μαζί με ροκαμπίλλια ή σκίνια.
Οι ντεθάδες φόραγαν μαύρες κουρτίνες, καμιά φορά από Remember, άλλες φορές από μικρομάγαζα εδώ κι εκεί, μαύρο make up ραγισμένης ψυχής, μαλλί σπασμένη ομπρέλλα αλά Robert Smith του σωτήριου έτους ’82, σκελετωμένα αγοράκια με θηλυπρεπή ψευτοευαίσθητη συμπεριφορά, κραγιόν, και ηδυπαθή βλέμματα αλά Rozz Williams, καμιά φορά μακριά μαύρα παλτά στυλ Eldritch. Έπεφταν θύματα σκινάδων όταν δεν ήταν τα κατοικίδια της ντροπής της νεοναζιστικής νεολαίας. Δε γαμούσαν.
Οι ροκαμπιλλάδες είχαν γρασσαρισμένο κοκόρι, φαβορίτα-πινέλο, snickers. Θυμάμαι τους Victoria Cats, ψευτοαγριωποί ποζεράδες που έβγαζαν γέλιο.
Τα 80ς χώνευαν τα 70ς και έχεζαν επιρροές που ψάχναμε, κρισαρίζαμε, τρώγαμε βουλιμικά όλοι εμείς οι κοπρολάγνοι. Από το Κοκομπίλ και την Κολούμπρα, στις ταινίες του Γουώτερς, του Φασμπίντερ και του Μπουνιουέλ στο Άλφαβιλ, από τη Χιονάτη και τους Κοτρώνηδες, στον Μιχαήλ, τον Αλτάν, τους Μουνιόζ και Σαμπάγιο, το Echo des Savanes, το Fluide Glacial, τη Βαβέλ, το Παρά Πέντε και τους άλλους κομικάριους που μας τριβέλισαν στα ξυπνήματά μας. Είχε και βήματα για όποιον ήθελε να κάνει το μεράκι του λέξεις: είχε Cine 7 (με avant premieres, μπαράκι και κέρασμα καφέ για όποιον ήθελε να γνωρίσει την παρέα του Γέωργα), είχε και ένα κάρο δημοτικούς/ερασιτεχνικούς ραδιοσταθμούς που σου έδιναν μικρόφωνο με την ευκολία που ο Χάρπο Μαρξ έξυνε γλυκερές μελωδίες.
Tα 80ς είχαν θάρρος και αυτοκαταστροφικά νιάτα που βίωναν αδιέξοδα. Είχαν τον αποδυτηριάκια που σου άνοιγε πληγές και τη στήλη των πολεμικών επιστολών του Φιλάθλου, είχαν την original με 150 σαλταρισμένους που πήγαιναν παντού, τη ΝΟΠΟ του Στέφανου και του Τζούνιορ, τη Χρυσή Αυγή του Μιχαλολιάκου, του Περίανδρου, του Τηλέμαχου, τα ΚΝΑΤ που γάζωναν, τα ΜΑΤ που ξεκινούσαν από απέναντι μέχρι που αποφάσιζαν ότι χωρίς μισθό δεν έβγαινε ο φραπές και ζώνονταν κλομπ και ασπίδα, τη 17Ν στο ζενίθ του μύθου της.
Τα 80ς είχαν ραδιόφωνο με ευαισθησία και λόγο. Ραδιόφωνο που για πρώτη και τελευταία φορά έγινε διαδραστικό. Ραδιόφωνο με ακροατήριο που μιλούσε, άκουγε και χτιζόταν μέσα του. Με ακροατήριο που λιμπιζόταν τη βραχνή mezzo-soprano φωνή της Μαλβίνας στο «Όσα Κερδίζεις από μια Χαμένη Άνοιξη», που άκουγε γκαραζιές σε Δίαυλο 10, που φύλαγε καραούλι να πετύχει Βάιο και Κοντογούρη για να ακούσει σπάνια βινύλια και να μυηθεί στα απόκρυφα του Texas Punk.
Τα 80ς είχαν και λατρεμένο μουσικό τύπο που έσφυζε επιδειξιομανία και εγωπάθεια. Είχε Ήχο μα κυρίως Ποπ & Ροκ με Μαλαθρώνα, Μποζινάκη και Κοντογούρη (και Στάθη Παναγιωτόπουλο ως ηθικό ναυαγοσώστη να προσφέρει απλόχερα άλλοθι σε μεταλλάδες). Είχε fanzines, είχε Στις σκιές του B-23, Gew Gaw, Rollin' Under, The Thing, το βραχύβιο Trash City που έβγαζε ο τραγουδιστής των Feedbacking the Grass κι ένα κάρο άλλα, rough και φτηνά, μα παθιάρικα και με φωνή.
Τα 80ς είχαν Ελληνικά γκρουπάκια που ξύριζαν – από τους γαμημένα στυλάτους πιονιέρους του garage/ trash, Last Drive, στους εξαιρετικούς νεο-ψυχεδελικούς No Man’s Land με την υπέροχη Εύη Χασαπίδου στη φωνή, στους κολασμένους Yell-O-Yell, στους dark/new wave South of No North, Λευκή Συμφωνία, Film Noir, κι από τους αλλάζουμε-στυλ-όταν-αλλάζει-το-φεγγάρι Villa 21 στoυς με pop ευαισθησίες Libido Blume και στους maudit βόρειους Fear Condition. Τα 80ς είχαν και συναυλίες με συχνότητα “blink-and-you’ll miss it”. Τη μια βδομάδα έπαιζαν οι Les Thugs, την άλλη οι Three Johns, την παράλλη οι Fleshtones, oι Fuzztones, η Nico, ο Nick Cave, οι Chills, oι Deja Voodoo. Συναυλίες που βρισκόμασταν όλοι και χαιρετιόμασταν με ένα νεύμα. Οι ίδιοι και οι ίδιοι. Τότε τους ήξερες όλους – όσων τα ονόματα δε γνώριζες τους έδινες ονόματα εσύ: ο καράφλας, ο μπεκρής, η χοντροκώλα, η Χάνα Συγκούλα, η Ντιβάιν, η τύπισσα που μου πήρε τα φλόκια στην τουαλέτα στους TV Personalities, ο τύπος που παραλίγο να έδερνα αλλά τη γλύτωσε στο τσακ.
Στα 80ς, αν ήξερες τι ήθελες να γίνεις, ήξερες και που να πας, που ν’ακουμπίσεις, που να ψάξεις, με ποιον να μοιάσεις, διπλα σε ποιον να κολλήσεις, πόσο μέσα σου να σκάψεις. Εκτός αν δεν ήθελες να γίνεις τίποτα, οπότε κοιτούσες παντού μέχρι που αλληθώριζες, σήκωνες όλες τις πέτρες που σου λάχαιναν, τρακάριζες με άρβυλα, κοκόρια και βαριές αγκράφες, γέμιζες τρύπες την ντυμένη σε ομίχλες από άφιλτρα Gauloises ψυχούλα σου και γυρνούσες σπίτι κάθε βράδυ άδειος. Και αφίλητος.
Σήμερα η πόλη αυτή έχει χάσει τα παλιά λιμάνια της. Κι έχει αποκτήσει άλλα λιμάνια που δε μυρίζουν φευγάτα μπαχάρια, δεν έχουν ψημένες πουτάνες, δεν θέλγουν ψυχοπομπούς. Στα μπαρ δεν πίνει ο Lemmy Caution, ούτε ο Στηβ Μπρίζας. Η φωνή-καμινέττο του Mick Blood, το λίκνισμα του Peter Zaremba, το τσιγάρο στη γαλαρία του Άλφαβιλ, η άφραγκη πόζα με το πουκάμισο λαχούρι και την ολονύχτια μπύρα στο χέρι έχουν γίνει αεράκι.
Τώρα οι Emo στο Σύνταγμα έχουν άδεια βλέμματα και οι Emo στο Mall χαζογελάνε. Γαμημένο μπέρδεμα. Tα πιτσιρίκια μεγαλώνουν χωρίς να έχουν κάψει γκρίζα ουσία από ποτά-βαλβολίνες, χωρίς να έχουν ζηλέψει τραγουδιστές-ήρωες της γειτονιάς, χωρίς να έχουν κλέψει Ταρατατά από το περίπτερο, χωρίς να έχουν παίξει ξύλο για ένα στραβοκοίταγμα. Ποιοί είστε?

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου