Παρασκευή 29 Μαΐου 2009

Mεγαλώνοντας στην πόλη των Ants (μέρος Β')

Διαβάζω τριγύρω, free press και blogs, εφημερίδες και περιοδικά, και όλοι ραίνουν με μυρωδικά το σήμερα. Η γκρίνια παίζει πάντα γερά, ο νεοέλληνας τη μιζέρια του θα την κλωσσάει για κάμποσες γενιές ακόμα, αλλά οι τόνοι για το σήμερα είναι ψιλοφωτεινοί. Δεν το πιάνω. Μεγάλωσα στα 80ς. Με μεγάλωσαν τα 80ς. Είχαν τα γκάζια, έδιναν το φαί για να μεγαλώσουν την πιτσιρικαρία. Αυτήν που ψαχνόταν.
Ακολουθεί eulogy. Νεκρολογία.

Ποιος είναι ο Lemmy Caution? Tι γίνεται στο τέλος του Pink Flamingos? Γιατί μας φτιάχνει η Γλυκειά Συμμορία? Γιατί οι Einsturzende Neubauten δεν ειχαν ανάγκη από ντράμερ? Πόσο χώρο στα όνειρά μας έχει αφήσει η Louise Brookes? Γιατί όποιος δεν έχει διαβάσει τον Οργισμένο Βαλκάνιο, το Κάμα Τσούχτρα, το Τσελεμεντέ του Αναρχικού, τις Ιστορίες Καθημερινής Τρέλας και το Φύλακα στη Σύκαλη είναι ή τυφλός ή αναλφάβητος ή, απλά, μαλάκας? Γιατί όποιος δεν ξέρει τον Gene Vincent, τη δισκογραφία των Cramps, Meteors, Guana Batz είναι ή ξενέρωτος ή Spandau Ballet lookalike ή, απλά, ο πατέρας μου?
Στα 80ς είχαμε τις απαντήσεις στα παραπάνω. Τις είχαμε και τις φτύναμε σαν one-liners του film noir που σκηνοθετούσαμε, ιδανικοί Melville και Huston, αλλά και Sam Spade και Philip Marlowe. Στην καρέκλα του σκηνοθέτη και με το make up του σταρ. Αυτά ήταν τα συνθηματικά μας στις παρέες και στα μπαρ, με αυτά λιγώναμε τις γκομενίτσες, με αυτά νιώθαμε μεγαλύτεροι από την κωλόπολη που μας άφηνε να ξεροσταλιάζουμε με μια ζεστή μπύρα ως τις 3 το πρωί στη Maze.

Η Πόλη είχε τότε ταινίες. Ελληνικές. Είχε Αρχάγγελο του Πάθους και Νύχτα με τη Σιλένα και Βεργίτση και Καφετζόπουλο (κατάντησες το πιο άχρηστο χαρτί της τράπουλας, παλιέ αγαπημένε). Είχε και Μόσχο και Σπυριδάκη και Κιμούλη και Ρέτσο, άλλους που γίνανε κι άλλους που φύγανε. Είχε Αγγελόπουλο που λάτρευες επειδή οι άλλοι έφτυναν. Είχε Νικολαίδη και ρομαντικές αυτοχειρίες. Είχε και κάτι ελεεινά του Ζερβού που σου έβγαζαν νότες αυτάρεσκου θαυμασμού, όταν ο μούσιας έβγαζε Τζούμα, Κοτρώνη, Πανούση και Πουλίκα στο γυαλί. Που σκατά πήγαν οι ελληνικές ταινίες?
Είχε Ελληνική τσόντα. Είχε μεγάλο Μπερτό και Τέλη Σταλλόνε, Παύλο Καρανικόλα, Άντζελα Γιάννου, Αντζίτα Γουίλσον, είχε σινέ Ομόνοια για τις πρώτες καύλες μας και σινέ Αλάσκα για κοπάνες και σινέ Λαού για προετοιμασία πριν τη μπουρδελότσαρκα. Όλα παρείστικα. Όλα στο μαζί. Στο δέσιμο. Και καπάκι γυμναστήριο στον Κωστογλάκη και στον Τζων Κούκο μαζί με τους μυθικούς πρωταγωνιστές-γαμιάδες των ταινιών αυτών. Και γνωριμίες. Και προτάσεις για γαμήσια μπροστά στο φακό –αν ήσουν τυχερός- υλικό για να χτισεις τη φήμη σου στην παρέα σαν επίδοξος γαμιάς ταινιών ΧΧΧ με ατάκες του στυλ «θα σου ρίξω ένα γαμήσι σπετσιάλε ιντερνατσιονάλε».

Η Πόλη ήταν τότε γαμημένα επικίνδυνη. Έτσι τη νιώθαμε. Έβγαινες για ποτά και στραβοκοίταζες. Κοίταγες το γκομενάκι απέναντι και ένιωθες την παρέα της έτοιμη να σε μασήσει και να σε φτύσει. Κοίταγες μοβόρικα το τυπάκι στη μπαρα και σήκωνες τα μανίκια του πουκαμίσου για να μετρήσει μπράτσο με το μάτι ο αρχίδης και να χεστεί. Κοίταγες μοβόρικα. Σε κοίταγαν μοβόρικα. Και μπάτσοι λίγοι. Και αραιά. Όχι σα σήμερα. Σήμερα, με τόσους λιμασμένους μετανάστες και νιώθεις να περπατάς σε κάποιο γηριατρικό θέρετρο του αμερικάνικου νότου. Μπάτσοι παντού, ζωσμένοι σαν το βλαχοπρόδρομο τον Στήβεν Σηγκάλ, Ελληνάκια σκυθρωπά, ευνουχισμένα, χωρίς ορέξεις και ορμές.

Άλλο τόσο επικίνδυνοι ήμασταν κι εμείς. Γεμάτοι machismo, νεανικές καύλες και ρομαντική αυτοκαταστροφή. Κάθε μέρα καβάλα στη δίλιτρη σκούρα μπλε Lancia Beta Coupe ’74, κάναμε τους δρόμους δικούς μας. Οδήγηση φλιπεράκι και αλίμονο σε όποιον ανταπέδιδε τις σφήνες. Χειρόφρενο, βλοσυρό βλέμμα-κόπια από Jeffrey Lee Pierce, με μάτι έτοιμο να δακρύσει από την αδρεναλίνη και πούτσα σκληρή από την έξαψη, και χωρίς κουβέντα (οι απειλές πάντα χαλάνε τη φιγούρα) στο χορό με τον άγνωστο. Γυναίκες να σε παρακαλάνε να αφήσεις τον άντρα τους που πάσχει από καρδιά, παιδιά να κλαίνε, ματωμένοι τύποι να σου κατεβάζουν χριστοκάντηλα, ήταν υπέροχα. Και μετά, άγρια γέλια. Άγριες χαρές και αγγίγματα και αναγνώριση («ρε φίλε ήσουν γαμάτος εκεί πίσω») και το ποτό στο τέλος. Οι καιροί του απόλυτου bonding.

Η Πόλη είχε συγκεντρώσεις. Συντροφικότητα. Είχε συναυλίες στο πολυτεχνείο με τα Κοινωνικά Απόβλητα που ήταν για γέλια, τη Γενιά του Χάους που τους γούσταραν όλοι, τους Γκουέρνικα που δεν τους έμαθε κανείς. Είχε σουαρέ στη Βίλλα Αμαλίας με ποίηση, φούντα, μουσική και γενική χαλαρότητα. Είχε πηγμένη πλατεία Εξαρχείων με αναρχικούς, πρεζόνια, σκίνια, μπερδεμένους αριστερούς και μπάτσους στη Μαρωνίτα, δήθεν undercover, που τους ήξεραν όλοι με μικρό όνομα και βαθμό. Είχε Φωκίωνος με τις παρέες της Rebound και τους καυλωμένους της Χρυσής Αυγής όταν η Κεφαλληνίας τους στένευε και αποφάσιζαν να κάνουν σαματά για ανάσες και αποφυγή ψυχανάλυσης. Είχε συναυλίες με γκαραζάκια και μπυροποσίες στο άλσος του Παπάγου και στραβοκοιτάγματα στην Άρτεμη.

Η Πόλη είχε κωμικάδικα με παιδιά που γούσταραν σκίτσο και μουσική και σε συντρόφευαν στην καύλα σου για νέα κεντρίσματα, για το τελευταίο κόμικ του Αλτάν, για κουβέντα, για την ώρα που δεν πέθαινε, για το μέλλον που αν ήταν να μοιάζει με τις ιστορίες του Γιοντορόφσκι, αν ήταν να δανείζεται απουσία χρωμάτων από τα καρέ των Μουνιόζ και Σαμπάγιο, ας με προσπερνούσε. Βαβέλ και Παρά Πέντε, στέκια που έφυγαν κι ακόμα εκεί είναι.

Η Πόλη σε στέρευε από φιλοδοξία. Να γίνω γραφιάς. Να γίνω σκηνοθέτης. Να μη γίνω τίποτα. Τίποτα. Τίποτα. Να γυρνάω σαν άλλος Κόρτο Μαλτέζε βυζαίνοντας τους χυμούς της ζωής και του θανάτου. Και να μην έχω τέλος.

Η Πόλη είχε βλέμματα. Πεινασμένα, μπλαζέ, γεμάτα, άδεια, με ιστορίες, με υποσχέσεις, με έρωτα, με θάνατο, με ερωθάνατο, με νύχτα, με πολλή νύχτα. Και είχε προσμονή και μάχη για να κλέψεις αυτά τα βλέμματα. Της τύπισσας που ήταν ίδια η Siouxsie στη συναυλία των Christian Death. Του τύπου που καπετάν-γαμούσε τους redskins και είχε μπράτσο 50 πόντους και γυαλιστερές Marten’s. Του DJ στο Αγκάθι που όταν σε έβλεπε να μπαίνεις έπαιζε το Stray Cat Strut. Του πορτιέρη. Της γκόμενας του τύπου που σιχαινόσουν.

H Πόλη δεν είχε ζητιάνους. Όχι τόσους. Σήμερα το ζητιαναριό κάθεται σαν πάχνη στην πόλη. Σα μια βρωμερή, πηχτή πάχνη. Η Πόλη σήμερα έχει καταληφθεί από ζητιάνους που έχουν την κωμική ιδέα ότι πρέπει να τους δώσεις ένα ευρώ χωρίς να σου δώσουν τίποτα σε αντάλλαγμα. Ακόμα χειρότεροι είναι οι ψευτοζητιάνοι στα φανάρια. Αυτοί σου ζητάνε χρήματα θέλοντας να σε μπουκώσουν με κάτι που δε γουστάρεις – που δε θα γούσταρες ούτε μετά από ολονύχτιο πάρτι με μεσκάλ και απαγγελία ολόκληρου του Μέγα Ανατολικού με υπόκρουση Dalida – το πασάλειμμα του αυτοκινήτου σου με βρωμόνερα. Το ζητιαναριό έχει όμως κι ένα καλό. Σου δίνουν ιδανικό καμβά για πινελιές στυλιζαρισμένης εγωπάθειας και συγκρατημένης μισαλλοδοξίας . Πόσες ευκαιρίες έχεις να κοιτάξεις κάποιον με βλέμμα που λέει «Αν θέλω πατάω γκάζι και σε κάνω μαρμελάδα σύκο στην άσφαλτο και σε μαζεύουν παρέα με τα άλλα roadkills της πόλης» μαζί με απορριπτικό νεύμα του στυλ «Φύγε αλογόμυγα»? Αλλά να μου έλειπαν. Η παρέλαση των φρικιών του Tod Browning στα φανάρια της πόλης μου γαμεί την αισθητική και δεν τους θέλω. Όντως κάποιοι έχουν συναρπαστικές παραμορφώσεις, δερματικές ασθένειες που σε κάνουν να μένεις με μάτια γουρλωμένα, σακατέματα και ακρωτηριασμούς που τους κάνουν αιρετικά γλυπτά φορτωμένα πρωτοτυπία (να δουλειά για δαύτους: ζωντανά εκθέματα στο Cabaret Voltaire – ο Tzara θα τους λάτρευε). Αλλά με ενοχλούν. Με ενοχλούν. Αν ξαναδώ κουλό ζητιάνο-κάκτο με χαρτόνι-μενταγιόν που λες και είναι γραμμένο από ιδιότη, μισοαγράμματο κειμενογράφο πολυβραβευμένης διαφημιστικής («Έχο τέσερα παιδιά, η γινέκα μου έπαθε εγκεφαλικό, ΠΗΝΑΟ» - τα σποτάκια που ακούμε στο ράδιο δε σκοράρουν ψηλότερα στο δείκτη έμπνευσης), ίσως αποφασίσω να του δώσω ένα εικοσάρικο για να του κάνω το πρόσωπο σαν του Jared Leto στο Fight Club με τη βοήθεια των ενισχυμένων Doc Marten’s μου. Αισθητική παρέμβαση/διόρθωση με την άδεια του καλοπληρωμένου ζήτουλα.

Η Πόλη δεν είχε τόσο μετανασταριό. Οι περιοχές που έπαιξα μπάλα και έριξα τα πρώτα μου χουφτώματα δεν έμοιαζαν προάστια της Κινσάσα ή της Ντάκα. Τα μαγαζιά πανω από την Κολιάτσου δεν ήταν όλα International Call Centers με τιμές στα τζάμια για Αιθιοπία, Αγγόλα και Πακιστάν. Οι δρόμοι δεν είχαν γίνει turf του Ντουντούλα από την Άντις (γνωστού και ως Gangsta Killa στους φίλους του στο πολυτελές στέκι της Lalibela), δεν είχαν αχαμνούς ασιάτες με ψευτοχαμόγελα (που κυκλοφορούν τέσσερις-τέσσερις σαν πουστροπαρτουζιάρηδες Χιώτες), δεν είχαν μαύρες χοντροκώλες γουρούνες ντυμένες με κουρτίνες και πολύχρωμα τουρμπάνια. Η Πόλη στα 80ς δεν ήταν κοσμοπολίτικη. Νιώθαμε καλά στη white-washed γειτονιά μας. Μας άρεσε να γυρνάμε και να δείχνουμε το μοναδικό etranger που περπατούσε στους δρόμους κάτω από τις τσιρίδες του χεσμένου μπόμπιρα που είχε μόλις δεχτεί τις απειλές της μαμάς του για το τι θα του κάνει ο αράπης αν δεν τρώει το φαί του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου